- κιτρόφυλλον
- κιτρόφυλλονcitron-leafneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιτρόφυλλον — κιτρόφυλλον, τὸ (Μ) φύλλο τού δέντρου κιτριά … Dictionary of Greek
κιτροφύλλων — κιτρόφυλλον citron leaf neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίτρο(ν) — το (Α κίτρον) ο καρπός τού δέντρου κιτριά νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ρουτώδη και στην οικογένεια ρουτίδες και το οποίο περιλαμβάνει 10 περίπου είδη, γνωστά ως εσπεριδοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. citrum, το οποίο … Dictionary of Greek